πλυντρίδα

πλυντρίδα
η / πλυντρίς, -ίδος, ΝΑ, και πλυτρίς Α
νεοελλ.
χημ. ειδική συσκευή που χρησιμοποιείται στα χημικά εργαστήρια για την πλύση ή την απορρόφηση τών αερίων
αρχ.
1. γυναίκα που πλένει, η πλύντρια
2. είδος χώματος χρήσιμου για τον καθαρισμό τών ρούχων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλύνω + επίθημα -τρίς, -τρίδος (πρβλ. σημαν-τρίς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πλυντρίδα — πλυντρίς fuller s earth fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”